- αλφιτήριον
- ἀλφιτήριον, το (Α)δοχείο, μέσα στο οποίο φυλάσσονται άλφιτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. *ἀλφιτὴρ ή *ἀλφιτὴς και κατάλ. -(τηρ)ιον ή και απευθείας από το άλφι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et … Hofmann J. Lexicon universale